Σάββατο 29 Ιανουαρίου 2011
Το σπουργιτάκι του Θεού» Στέλλα Μιτσακίδου
Ήταν με την θέλησή της άστεγη, ζούσε στους δρόμους, κοιμόταν τα βράδυα, χειμώνα-καλοκαίρι, στα παγκάκια, στα υπόστεγα και τα σαλόνια των Νοσοκομείων, αλλά ήταν γεμάτη αγάπη προς τον Θεό, τους αγίους και τους δυστυχισμένους ανθρώπους. Τα ρούχα της ήταν πάντα καθαρά. Τις οικονομίες της τις διέθετε για αγαθοεργούς σκοπούς. Δεν ήθελε να την επαινεί κανείς, και όταν την επαινούσαν, έκανε την «χαζή».
Καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη, είχε λάβει μια καλή παιδεία, χειριζόταν πολύ καλά την ελληνική γλώσσα, καθώς επίσης εγνώριζε την γαλλική γλώσσα και τελευταία προσπαθούσε να μάθη και ιταλικά.
Ο τρόπος εξόδου της από την ζωή αυτή έγινε όπως το ήθελε. Με μαρτυρικό θάνατο, άγνωστη εν μέσω αγνώστων. Κανείς δεν την ανεγνώρισε. Την ενταφίασαν χωρίς εξόδιο ακολουθία, γιατί δεν γνώριζαν τα στοιχεία της. Όλα αυτά με θαυμαστό τρόπο έγιναν γνωστά μετά από έναν χρόνο. Τότε έγινε και η κηδεία της. Αξιώθηκα να της κάνω και το μνημόσυνό της. Μετά το μνημόσυνό της, στο αρχονταρίκι της Ιεράς Μονής Πελαγίας, η κ. Μηλίτσα Πισιμίση-Λουκίδου, νομικός, και η κ. Χρυσούλα Μαντά, οδοντίατρος, μας διηγήθηκαν τα σχετικά με την Στέλλα που ήταν πράγματι άνθρωπος του Θεού.
Στο τεύχος αυτό δημοσιεύουμε ένα κείμενο της κ. Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου, που γράφηκε με την συνεργασία και της κ. Χρυσούλας Μαντά και παρουσιάζει ένα τμήμα της ευλογημένης ζωής της, και στο επόμενο τεύχος θα δημοσιεύσουμε τις αναμνήσεις των Μοναχών της Ιεράς Μονής Πελαγίας για την Στέλλα, «το σπουργιτάκι του Θεού», την άγνωστη στον κόσμο, αλλά γνωστή στον Θεό, που έζησε «μόνη μόνω Θεώ». Νομίζω ότι η διήγηση αυτή θα βοηθήση τους ανθρώπους που ζουν με τον άκρατο ευδαιμονισμό, με αγχώδη νοοτροπία και διαρκώς παραπονούνται για πράγματα τα οποία θα ήθελαν να έχουν.
Στην περίπτωσή της ισχύει ο λόγος του Χριστού: «εμβλέψατε εις τα πετεινά του ουρανού, ότι ου σπείρουσιν ουδέ θερίζουσιν ουδέ συνάγουσιν εις αποθήκας, και ο πατήρ υμών ο ουράνιος τρέφει αυτά· ουχ υμείς μάλλον διαφέρετε αυτών;» (Ματθ. ς, 26).
Τελικά, ο άνθρωπος δεν «είναι» αυτό που «έχει», αλλά «έχει» αυτό που «είναι».
Η αείμνηστη Στέλλα, που είχα την εξαιρετική ευλογία να γνωρίσω, είναι μια θετική διαμαρτυρία για κάθε «ασφαλισμένο».
+ Ο Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεος
***
«Το σπουργιτάκι του Θεού»
της Μηλίτσας Πισιμίση-Λουκίδου, Νομικού-Υπαλλήλου Υπ. Εργασίας
Με την Στέλλα γνωριστήκαμε το καλοκαίρι του 1979 στην Σοκολατοποιΐα. Ήταν εργάτρια, εργαζόταν πολύ σκληρά, υπερέβαινε τις 9 ώρες καθημερινά. Όλοι την εκμεταλλευόντουσαν, όλοι την διέταζαν και αυτή υπήκουε άμεσα και με χαμόγελο. Στέλλα, εδώ, Στέλλα, εκεί. Ο ιδιοκτήτης-εργοδότης την αγαπούσε για την υπακοή της και την εργατικότητά της.
Για τους πιο πολλούς εργαζομένους ήταν «η Στέλλα η χαζή». Το πρόσωπό της έλαμπε, τα χείλη της ψέλλιζαν. Όταν την αφουγκραζόσουν άκουγες το «Δόξα σοι, ο Θεός».
Πολύ συχνά ο προϊστάμενος μας ανέθετε να διεκπεραιώσουμε από κοινού κάποια εργασία και έτσι μου δόθηκε η ευκαιρία να δεχθώ την καλωσύνη της, την αγάπη της. Θυμάμαι ότι μονίμως έλεγε την ευχή, ξαφνικά γέλαγε, σήκωνε το κεφαλάκι της προς τους ουρανούς. Τότε έλαμπε.
«Δόξα σοι, ο Θεός» άκουγες συχνά από το στόμα της.
Η Σοκολατοποιΐα αυτή έκανε διάφορα είδη σοκολατάκια. Τα δεύτερης κατηγορίας τα εξήγαγε σε χώρες της Αφρικής. Αυτό στενοχωρούσε την Στέλλα πάρα πολύ. Κάποτε που εργαζόμασταν στην συσκευασία μαζί, θυμάμαι την Στέλλα πάνω από τα κουτιά συγκεντρωμένη να εύχεται «για τα αραπάκια που θα έτρωγαν τα σοκολατάκια».
Σε οποιαδήποτε αδικία που συνέβαινε στο χώρο της εργασίας -μας «τρώγανε» μεροκάματα- δεν απαντούσε, δεν κατέκρινε, δεν αντιδρούσε. Εκείνη την περίοδο η Στέλλα ήταν για μένα ένα λιμανάκι θαλπωρής, εγώ αντιδρούσα σε κάθε αδικία. Εκείνη στα σχόλιά μου απαντούσε με ένα γέλιο, με μια λέξη «Α! Μηλίτσα». Δεν την θυμάμαι ποτέ να έβαλε ένα σοκολατάκι στο στόμα της (υπενθυμίζω ότι εργαζόμασταν σε εργοστάσιο σοκολατοποιΐας!). Αν και οι πιο πολλοί εργαζόμενοι την θεωρούσαν «χαζή», εντούτοις την σέβονταν και διερωτώντο πως κατόρθωνε να εργάζεται τόσο αποτελεσματικά.
Η Στέλλα δεν συμμετείχε σε συζητήσεις που κάναμε· ήταν μαζί μας, αλλά συγχρόνως μακριά από σχόλια, μακριά από περιττές κουβέντες. Πολλές φορές, όταν την ρωτούσαν να πη τη γνώμη της, έκανε την παλαβή. Το είχα προσέξει ότι το έκανε επίτηδες. Για όλα τα του κόσμου ήταν τρελή, παλαβή, όταν όμως της ζητούσες βοήθεια στην εργασία, τα χεράκια της κινιόντουσαν με στοργή να βοηθήσουν, ει δυνατόν και να δουλέψουν για σένα.
Μέσα σ’ αυτό το περιβάλλον γνωριστήκαμε. Την σεβόμουν τόσο που ποτέ δεν την ρώτησα για την προσωπική της ζωή. Από μόνη της μου είπε ότι καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Μου είχε κάνει εντύπωση ότι όλοι όσοι την γνώριζαν την χαρακτήριζαν λίαν επιεικώς «τρελή», ενώ εγώ ένιωθα ότι κάνουν λάθος. Η αλήθεια είναι ότι πολύ νωρίς κατάλαβα ότι η Στελλίτσα ήθελε να την θεωρούν «τρελή». Κάποιες φορές τύχαινε να είμαστε οι δυό μας και να μιλάμε φυσιολογικά και όταν πλησίαζε κάποιος άρχιζε και έλεγε άλλα αντί άλλων. Εμένα μου δημιουργούσε αίσθημα γαλήνης και με άφηναν αδιάφορη οι κρίσεις των άλλων.
Στο εργοστάσιο αυτό της Σοκολατοποιΐας εργάσθηκα για λίγο χρονικό διάστημα. Την Στελλίτσα την συναντούσα συχνά στους δρόμους και πάντα είχε στην καρδιά της, στα χείλη της την ευχή. Συνήθιζε να την λέη εκφώνως, αλλά πολύ σιγά. Που και που ερχόταν στο σπίτι μου. Εκείνη την εποχή κατοικούσε στο πλυσταριό μιας διώροφης κατοικίας.
Τα χρόνια πέρασαν, την έχασα, μα πάντα την θυμόμουν με μια γλυκειά ανάμνηση και νοσταλγία.
Μετά παντρεμμένη πια θα την συναντούσα στην Ιερά Μονή Γενεθλίου της Θεοτόκου (Οσίας Πελαγίας) στο Ακραίφνιο. Είχαμε πάει με τον άνδρα μου και θα διανυκτερεύαμε στην Μονή για την πρωϊνή Θεία Λειτουργία. Οι μοναχές με πολλή στοργή και ευγένεια μου ζήτησαν συγγνώμη, επειδή λόγω των οικοδομικών εργασιών δεν είχαν χώρο να με φιλοξενήσουν και αναγκαστικά έπρεπε να μοιραστώ το κελλί, όπου εφιλοξενείτο «μια ιδιόρρυθμη γυναίκα». Δέχθηκα. Με οδήγησαν στο κελλί, όπου με κατάπληξη διεπίστωσα ότι «η ιδιόρρυθμη γυναίκα» ήταν η στοργική μου Στελλίτσα, που είχα χρόνια να την ιδώ. Η χαρά μου δεν περιγράφεται. Μείναμε αγκαλιασμένες για αρκετή ώρα και ξαφνικά ακούω τις αδελφές να φωνάζουν: «Ελάτε, Γερόντισσα, να δήτε την Στελλίτσα με την Μηλίτσα αγκαλιά». Όλοι χαρήκαμε. Εκείνο το βράδυ η Στελλίτσα έκανε σαν παιδάκι από την χαρά της. Χτυπούσε παλαμάκια, γελούσε, σταυροκοπιόταν…
-Μηλίτσα μου, πολύ χάρηκα που παντρεύτηκες. Ξέρεις πολύ προσευχήθηκα για να παντρευτείς. Χαίρομαι, χαίρομαι. Στενοχωριέμαι που υποφέρεις από τα ποδαράκια σου. Ξέρω έχεις πρόβλημα. Υπομονή, προσευχή. (Υπ’ όψιν ότι η Στελλίτσα δεν γνώριζε ότι μου είχε εμφανισθή ένα χρόνιο επώδυνο πρόβλημα υγείας στα πόδια μου). Ο άνδρας σου θ’ αλλάξει χώρο, μην ανησυχής, θα είναι καλύτερα. (Πράγματι, τελείως ξαφνικά, αναγκάσθηκε να μεταφέρει σε άλλο χώρο το κτηνιατρείο του).
Εκείνο το βράδυ ειπώθηκαν πολλά. Την άλλη μέρα και ενώ η Στέλλα ήταν μακριά, είπα στις αδελφές ο,τι είχα αντιληφθή γι’ αυτήν, ότι επρόκειτο για αγία ψυχή… Τήν επόμενη μέρα η Στέλλα έφυγε από το Μοναστήρι. Το κατάλαβε. Δεν ήθελε να την επαινείς. Όταν αργότερα συναντηθήκαμε, με αυστηρό τρόπο με επέπληξε για το ότι την επαινώ. Ξαφνιάστηκα, γιατί μπροστά της δεν είχα πει τίποτε. Κι όμως το ήξερε…
Αργότερα, κάποια άλλη στιγμή, μου είχε πει: «Δεν αντέχω την τιμή πουμου κάνει η Γερόντισσα. Να, κοίτα να δεις· τελευταία με έβαλε να φάω μαζί τους· με τις αγίες ψυχές! Ποιά είμαι εγώ …; Πω, πω, πω, Μηλίτσα!».
Για μεγάλο χρονικό διάστημα χάσαμε τα ίχνη της. Η Γερόντισσα μας τηλεφωνούσε και μας ρωτούσε αν την είδαμε. Εκείνο το διάστημα κατάλαβα ότι, αν θέλω να τη δω δεν πρέπει να μιλώ γι’ αυτήν.
Τώρα η Στελλίτσα ήταν άστεγη, από την εργασία της είχε συνταξιοδοτηθή με το πιο μικρό ποσό της σύνταξης του ΙΚΑ (411 ευρώ μηνιαίως), τα οποία μοίραζε σε φτωχούς, φυλακισμένους, στην Εξωτερική Ιεραποστολή κ.α. Τώρα πλέον ζούσε στα παγκάκια, στα υπόστεγα, στα ερημοκκλήσια, στις σκάλες, σε οικοδομές. Μου το εμπιστεύθηκε.
Κάτω από την πίεση της Γερόντισσας και τη δική μου, ήλθε κάποιες φορές, όταν έκανε βαρυχειμωνιά, και έμεινε κοντά μας. Ζητούσε να μείνη στο πιο ταπεινό μέρος του σπιτιού.
Θυμάμαι με πολλή νοσταλγία, όταν την φιλοξενούσαμε στο σπίτι επικρατούσε γαλήνη, φως, όλα ειρηνικά. Όταν στην παρέα μας ερχόταν ο άνδρας μου, η Στελλίτσα έφευγε και όταν της μιλούσε δεν τον κοιτούσε ποτέ. Χαρά της ήταν να τρώει αλάδωτες ντοματόσουπες. Συνέχεια δοξολογούσε τον Θεό και η ψυχή της ξεχείλιζε από ευγνωμοσύνη με ένα αδιάκοπο «σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ».
Πολλές φορές το βράδυ, προφασιζόμενη ότι είμαι κουρασμένη, της ζητούσα να κάνει αυτή το Απόδειπνο. Αδύνατον να περιγράψω τι συνέβαινε, όταν άρχιζε την προσευχή. Σιγά-σιγά αλλοιωνόταν η έκφρασή της, το προσωπάκι της φωτιζόταν, ξεχνιόταν στην δοξολογία του Θεού. Την άφηνα και πήγαινα για ύπνο.
Κάποια φορά, ενώ την σκεπτόμουν με συμπόνοια «πως γυρνάει σαν σπουργιτάκι στους δρόμους» ξαφνικά με κοιτάζει και μου λέει: -«Μη στενοχωριέσαι, θέλημα Θεού είναι να κοιμάμαι στα παγκάκια. Είμαι πολύ καλά, είμαι ευτυχισμένη. Ξέρεις εκεί στα παγκάκια ράβω και τα ρούχα μου. (Η Στέλλα ήταν και πολύ καλή ράπτρια). Να, το Πάσχα πέρασα πολύ ωραία. Το Μ. Σάββατο πήγα και πήρα λίγο αρνάκι, το έβαλα σε ένα ταψάκι από μπακλαβά, το έδωσα στο φούρνο και μου το έψησαν. Το έκρυψα στο παγκάκι και την άλλη μέρα έκανα Πάσχα στο παγκάκι μου, χαρούμενη και ευτυχισμένη, γιατί ο Ιερέας μου είχε δώσει κι ένα κόκκινο αυγό. Μη στενοχωριέσαι για μένα. Όχι, όχι, γιατί είμαι υπό την σκέπη της Παναγίας μας».
Μια άλλη φορά, όπως μου διηγήθηκε, πήγε και λούστηκε στην τουαλέτα των Ιατρείων του Δήμου. Την είδαν οι εργαζόμενοι και την επέπληξαν αυστηρά. Η Στέλλα δεν δέχθηκε την παρατήρηση λέγοντάς τους ότι δεν κλέβει τίποτα, ούτε νερό, ούτε σαπούνι, γιατί όλα αυτά τα έχει πληρώσει εισφορές στο ΙΚΑ ως εργαζόμενη. Τους μίλησε άσχημα και αυτοί κάλεσαν την Αστυνομία κι έτσι η Στέλλα οδηγήθηκε στο Αστυνομικό Τμήμα. Κάπως έτσι μου διηγήθηκε τον διάλογο με τον Διοικητή:
«Κύριε Διοικητά, συγχωρέστε με που σας κουράζω, αλλά ακούστε με, σας παρακαλώ. Είμαι άστεγη, δεν έχω τίποτα δικό μου. Να μόνο αυτό το βιβλιάριο ασθενείας του ΙΚΑ, που βεβαιώνει ότι έχω πληρώσει εισφορές. Τα Ιατρεία που λούστηκα είναι του ΙΚΑ, άρα ανήκουν και σε μένα. Όταν βρίσκομαι μέσα στο ΙΚΑ, νιώθω ότι είμαι μέσα στο σπίτι μου. Συγχωρέστε με».
Διοικητής: «Πήγαινε τώρα, αλλά την άλλη φορά που θα λουστής να προσέξης να μη σε δουν. Άντε στο καλό».
Έφυγε δοξάζοντας τον Θεό και ευγνωμονώντας τον Διοικητή.
Πολλά βράδια κοιμόταν σε σαλόνια Νοσοκομείων, καλύτερα να πούμε προσποιόταν ότι κοιμόταν, γιατί όταν ησύχαζε το Νοσοκομείο, έτρεχε κοντά σε μοναχικούς ασθενείς, που είχαν ανάγκη βοηθείας και τους συνέτρεχε, αλλά, όταν καταλάβαινε ότι κάποιο τρίτο πρόσωπο την αντιλαμβανόταν, τότε άρχιζε τα «παλαβά» της.
Πολλά πρωϊνά πηγαίνοντας για την εργασία μου (γύρω στις 6,30-7π.μ.) την συναντούσα να βγαίνει από το Νοσοκομείο ΚΑΤ και στην επιμονή μου γιατί δεν έρχεται να κοιμηθή στο σπίτι μας μου ομολόγησε: Αγαπούσε πολύ τους Αγίους, τους θεωρούσε φίλους της, συγγενείς της, έτρεχε στην εορτή τους, στα πανηγύρια, χαιρόταν όταν μοίραζαν και φαγητό, όπως μου έλεγε.
Καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους γύριζε σε διάφορα προσκυνήματα. Την Κυριακή των Μυροφόρων στο Μανταμάδο για την εορτή του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, του Αγίου Νεκταρίου στην Αίγινα, της Αγίας Παρασκευής στην Ναύπακτο κ.α. Ενδεικτικά αναφέρω το εξής: Μια φορά της Αγίας Παρασκευής πήγε στην Ναύπακτο και έκανε σαν μικρό παιδί, όπως μου το διηγήθηκε. Αγαπούσε τον Σεβασμιώτατο Ιερόθεο, τον θεωρούσε δικό της άνθρωπο, χαιρόταν που τον έβλεπε να χοροστατεί με τα λαμπρά του άμφια και να μιλάει τόσο ωραία. Του είχε μεγάλο σεβασμό. Καμάρωνε πολύ που της είχε μιλήσει και της έδωσε την ευχή του στο μοναστήρι στο Ακραίφνιο. Τον χαιρόταν, όπως έλεγε.
Όλες οι διηγήσεις της Στελλίτσας ήταν για μένα απόλαυση, ξεκούραση. Έβλεπα μια μεγάλη γυναίκα να νιώθη και να εκφράζεται σαν μικρό παιδί.
Κάποτε είχαμε γιορτή στο σπίτι μας με αρκετούς καλεσμένους. Ξαφνικά ήλθε η Στελλίτσα. Κάθισε και ακριβώς δίπλα της εγώ. Μεταξύ των καλεσμένων και ένα ζευγάρι με πολλά προβλήματα, τα οποία γνώριζα. Η Στελλίτσα «στον κόσμο της» ψιθύριζε την ευχή και συγχρόνως πολύ χαμηλόφωνα έλεγε τι συμβαίνει με αυτό το ζευγάρι, τι φταίει, ενώ στους άλλους έλεγε άσχετα η τους χαμογελούσε. Πάντα όμως συγκεντρωμένη στην ευχή. Οι πιο πολλοί την θεώρησαν «παλαβή», άλλο που δεν ήθελε η Στέλλα, για να μην την καταλαβαίνουν.
Ήταν 12 Αυγούστου 2004, ήμουν στο γραφείο μου και εκείνη την ημέρα ήταν να ταξιδέψω για Λέσβο για τις καλοκαιρινές διακοπές μου. Από το πρωΐ βασανιζόμουν από μια ασήμαντη σκέψη, κοινώς είχα «κολλήσει». Δεν είχα ένα μπρελόκ να βάλω τα κλειδιά που θα άφηνα στους γείτονες να ποτίζουν τον κήπο.
Ξαφνικά γύρω στο μεσημέρι ανοίγει η πόρτα και εμφανίζεται η Στελλίτσα, καταϊδρωμένη, κουρασμένη, ασθμαίνουσα και μου λέει: «Να, πάρτο. Ήμουν στην Ομόνοια και μου είπε να σπεύσω να σου φέρω το μπρελόκ». Τα έχασα. Στην ερώτηση ποιός της είπε να μου το φέρη στην αρχή ψέλλισε «η Παναγία», μετά άρχισε τα δυσνόητα, τα «παλαβά» της.
Το μπρελόκ το είχε αγοράσει από το μοναστήρι και παρίστανε το γενέσιο της Παναγίας μας. Στην επιμονή μου να μείνει λίγο κοντά μου να ξεκουραστεί, να πιεί κάτι, να δροσιστεί κάθισε στον καναπέ και άρχισε να μιλάει για τον εαυτό της. Και τότε μου είπε: «Μηλίτσα μου, εγώ θα πεθάνω στους δρόμους μόνη μου. Κανένας δεν θα το μάθη, κανείς, κανείς». Αυτό με πόνεσε πολύ και της είπα με απαίτηση: «Στελλίτσα μου, σε παρακαλώ θέλω να το μάθω. Θέλω να μάθω το φευγιό σου». Και την αγκάλιασα. Μετά από αυτό σταμάτησε να μιλάει για αρκετά λεπτά. Ξαφνικά με κοιτάζει με ένα στοργικό βλέμμα γεμάτο αγάπη και μου λέει: «Μηλίτσα μου, θα το μάθης, θα το μάθης».
Για τελευταία φορά έμεινε στο σπίτι μου τον Οκτώβριο του 2004. Τότε της πονούσε το πόδι και αναγκάσθηκε να περιορίση τις πεζοπορίες. Έτυχε τότε να χρειασθεί να φιλοξενήσω κάποιο πρόσωπο που δυσκολευόταν από την παρουσία της και ιδιαίτερα από την βραδινή προσευχή, διότι έπεφτε για ύπνο νωρίς και σηκωνόταν αργά τη νύχτα και προσευχόταν ψάλλοντας δυνατά. Πολλές φορές ακούγαμε να επαναλαμβάνει το: «Ζη Κύριος ο Θεός».
Εν όψει αυτού του προβλήματος, λοιπόν, προσφέρθηκε μια φίλη μας, η Χρυσούλα, να της παραχωρήσει ένα διαμερισματάκι, που ήταν άδειο μετά τον θάνατο των γονέων της. Χάρηκε που έμενε σε σπιτάκι κοντά σε ανθρώπους με αγάπη και κατανόηση, τώρα μάλιστα που δυσκολευόταν από τους πόνους των ποδιών της. Εκεί έμεινε μέχρι τον Μάϊο του 2005. Την 1η Ιουνίου 2005 η Χρυσούλα την είδε να φεύγει από το σπίτι. Από την ημέρα εκείνη χάθηκαν τα ίχνη της.
Αργότερα ανησυχήσαμε, αλλά επειδή συνήθιζε να εξαφανίζεται, πιστεύαμε ότι θα εμφανισθεί. Κάθε τόσο επικοινωνούσαμε με την Γερόντισσα η Χρυσούλα και εγώ για να μάθουμε για την Στέλλα. Η Γερόντισσα έλεγε συνέχεια: «Ψάξτε να την βρήτε». Εμείς όμως πιστεύαμε ότι είχε φύγει για κάποιο ταξίδι και ότι θα επέστρεφε.
Μετά το Πάσχα του 2006 ένα βράδυ, πολύ αργά και ενώ η οικογένειά μου είχε αποκοιμηθή, ξάπλωσα κι εγώ και αποκοιμήθηκα αμέσως, πράγμα παράδοξο για μένα, και ξύπνησα αμέσως (το διεπίστωσα βλέποντας το ξυπνητήρι) από ένα δυνατό όνειρο: Είδα την Στελλίτσα κάτω από ένα ωραίο δένδρο, όρθια να ακουμπάη ελαφρά στον κορμό του, σε νεανική ηλικία, πανέμορφη, γλυκύτατη και με κοιτούσε με ένα βλέμμα γεμάτο απέραντη θαλπωρή. Ένιωσα την ψυχή μου να βγάζει μια ουρανομήκη κραυγή, που αισθανόμουν να μου ξεσχίζη το στέρνο: «Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου, Στελλίτσα μου…» Κι έτρεξα να την αγκαλιάσω, προτείνοντας τα χέρια μου, αλλά όταν έφτασα στο δένδρο εξαφανίστηκε και στην θέση της έκαιγε μια ολόλευκη πασχαλιάτικη λαμπάδα, που έχυνε γύρω ένα υπέροχο φως και η φλόγα της ανέβαινε ολόϊσα στον ουρανό. Αμέσως βλέπω στο χώμα, δίπλα στη λαμπάδα, ένα απόκομμα εφημερίδας που έδειχνε ένα εξαιρετικά κακοποιημένο σώμα σαν από τρομακτικό αυτοκινητικό δυστύχημα.
Ένα βαρύ μήνυμα κατέκλυσε το είναι μου: «Η Στέλλα πέθανε!». Ξύπνησα κυριευμένη από αμφιθυμία αισθημάτων: Χαρά μεγάλη από την παρουσία της Στέλλας και το φως της λαμπάδας και φόβο από την φωτογραφία της εφημερίδας. Ήθελα να ξυπνήσω τον Δημήτρη, τον άνδρα μου, να του πω για την Στέλλα, «το σπουργιτάκι», όπως τη λέγαμε, όχι μόνον επειδή ζούσε «ως στρουθίον μονάζον επί δώματος», αλλά και επειδή το βάδισμά της θύμιζε σπουργίτι. Κάτι δυνατό όμως με απέτρεψε να τον ξυπνήσω.
Την επομένη τηλεφώνησα στην Γερόντισσα και στην Χρυσούλα και τους είπα το όνειρο. Και οι δυό μου συνέστησαν να ψάξουμε για την Στέλλα. Από εκείνη την στιγμή άρχισε η αγωνιώδης αναζήτηση. Τροχαία, Νοσοκομεία, Στρατονομία, Νεκροτομεία….
Η Χρυσούλα έμαθε ότι στις 3 Ιουνίου 2005 και ώρα 6,10 μ.μ. κοντά στο σπίτι της σκοτώθηκε σε αυτοκινητικό μία γυναίκα αγνώστων στοιχείων. (Τα πουλιά δεν έχουν όνομα!). Ο θάνατος ήταν ακαριαίος. Όλη η έρευνα απέδειξε ότι η γυναίκα αυτή ήταν η Στελλίτσα. Ενώ διέσχιζε τον δρόμο, την παρέσυρε ένα αυτοκίνητο με οδηγό αξιωματικό του στρατού, ο οποίος έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα. Την συνέθλιψε. Μόνο το προσωπάκι της ήταν ευδιάκριτο (όπως έδειξαν οι φωτογραφίες της Τροχαίας).
Η Στελλίτσα παρέμεινε μέχρι τις 18 Ιουνίου 2005 στο Νοσοκομείο «Ασκληπιείον» και μετά το πτώμα της μεταφέρθηκε στο Κεντρικό Νεκροτομείο του Λαϊκού Νοσοκομείου, όπου παρέμεινε στα αζήτητα μέχρι τις 20 Ιουλίου 2005, οπότε και δόθηκε για ενταφιασμό. Το Γραφείο που την ενταφίασε μας πληροφόρησε ότι Νεκρώσιμη Ακολουθία δεν εψάλη, μόνο ένα Τρισάγιο επί του τάφου.
Πρέπει να τονισθή ότι όλοι όσοι ασχοληθήκαμε με την ανεύρεσή της, στην προσευχή μας της μιλούσαμε και της λέγαμε: «Εάν μας ακούς, εάν έχης παρρησία στο Θεό, οδήγησέ μας, βοήθησέ μας». Και πράγματι μας βοήθησε και φθάσαμε μέχρι τον χορταριασμένο «ανύπαρκτο» τάφο της, στην ανατολική άκρη του Νεκροταφείου του Ζωγράφου, με το νούμερο 8915.
Την ημέρα της αποδόσεως της εορτής του Πάσχα, ένα χρόνο μετά την κοίμησή της, εψάλη η Νεκρώσιμη Ακολουθία της Στέλλας, στον Ιερό Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, όπου συνήθιζε να εκκλησιάζεται κατά την Πασχάλιο Περίοδο. Ο Ιερέας είπε για την Στέλλα: «Έκανε τα παλαβά της, αλλά έλεγε σωστά πράγματα και πάντα ερχόταν γεμάτη τρόφιμα για τους πτωχούς, πρόσφορο, λάδι, νάμα για την Θεία Λειτουργία… Μάλιστα έχει παραγγείλει να αγιογραφηθεί η Αγία Μαρίνα στον Ναό μας…..».
Στις 3 Ιουνίου 2006 έγινε το ετήσιο μνημόσυνό της χοροστατούντος του λίαν προσφιλούς της Επισκόπου, π. Ιεροθέου, στο Μοναστήρι του Γενεθλίου της Θεοτόκου ( Οσίας Πελαγίας) στο Ακραίφνιο.
Σε μια από τις τελευταίες μας συναντήσεις μου είπε: «Νιώθω γεμάτη από αυτή τη ζωή. Όλα μου τα έχει δώσει ο Κύριος. Μόνο μια επιθυμία μου δεν έχει εκπληρωθεί: Ήθελα να βαπτίσω δυό παιδάκια, που να τους έδινα το όνομα του Αγίου Νεκταρίου και της Παναγίας μας, αλλά κανείς δε με θέλησε για κουμπάρα». Όταν της πρότεινα ότι θα προσπαθήσω να βαπτίσω εγώ τα δυό παιδάκια στη θέση της και μάλιστα, όταν μεγαλώσουν θα τους μιλήσω για την «πραγματική νονά τους», καταχάρηκε και αναφώνησε: «Τώρα ησύχασα. Είμαι έτοιμη να φύγω».-
ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ
Οι κατά Χριστόν σαλοί ανήκαν σε μια κατηγορία ανθρώπων που αποφάσιζαν να ακολουθήσουν μια δύσκολη οδό. Ζώντες στις πόλεις, προσεποιούντο τον τρελλό. Έκαναν πράξεις που θα έκανε ένας τρελλός, αλλά όμως οι πράξεις αυτές είχαν ουσιαστικό περιεχόμενο. Οι κατά Χριστόν σαλοί είχαν σε ύψιστο βαθμό νοερά ενέργεια, είχαν ακόμη σώας τας φρένας, διάλεγαν όμως έναν σκληρό δρόμο και τρόπο ζωής…..
Η ζωή των κατά Χριστόν σαλών ήταν μια τελεία, ίσως και ακραία εφαρμογή της μωρίας κατά Χριστόν, που είναι η πεμπτουσία όλου του πνεύματος του Ευαγγελίου. Δεν μπορούν, βέβαια, όλοι να παριστάνουν τον κατά Χριστόν σαλό, όπως το είδαμε προηγουμένως, γιατί αυτό είναι ένα ιδιαιτερο χάρισμα και μια ιδιαίτερη ευλογία του Θεού, αλλά όλοι μπορούν να βιώσουν την κατά Χριστόν σαλότητα σε μετριότερη μορφή και ανάλογη προσαρμογή. Και αυτό γίνεται αντιληπτό από το ότι η ζωή που έχει η Εκκλησία, ζωή της αγάπης, της πίστεως, της εγκρατείας αποβλέπει και εμπνέεται από ένα άλλο πολίτευμα, που είναι σαφώς αντίθετο από τα ανθρώπινα πολιτεύματα. Όλη αυτή η ζωή που έχει η Εκκλησία δεν μπορεί να γίνη εύκολα αντιληπτή από τους ανθρώπους, που κέντρο τους έχουν την λογική και τις αισθήσεις. Η χριστιανική ζωή, χωρίς να καταργή την λογική και τις αισθήσεις, κινείται πέρα από αυτές.
Δημοφιλείς αναρτήσεις
-
'Η Αγία Άννα , η μητέρα της Υπεραγίας Θεοτόκου, καταγόταν από τη φυλή του Λευΐ. ο πατέρας της, πού ήταν ιερέας, ονομαζόταν Μ...
-
Μετά τις Ευχές της πρωτομηνιάς, θέλω στους Φίλους να ευχηθώ, να ζήσουμε, να ζήσετε, να ζήσουν, όσοι αγαπούμε, λίγο ή πολύ, διότι,...
-
Τετάρτη, 03 Μάρτιος 2010 Συντάχθηκε απο τον/την Συνέντευξη ...
-
ΑΓΙΑ ΞΕΝΙΑ Η Αγία Μεγαλομάρτυς του Χριστού Ξενία εγεννήθη από ευσεβείς γονείς στη πόλη της Καλαμάτας το 291μ...
-
— Ο ΓΝΩΣΤΟΣ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΓΕΡΩΝ ΠΑΙΣΙΟΣ ΕΞΗΓΕΙ ΠΩΣ ΚΑΤΑΛΗΓΟΥΝ ΟΙ ΝΕΟΙ ΚΟΥΚΟΥΛΟΦΟΡΟΙ.
-
Μένουμε Σπίτι. Όποιοι και να είμαστε, όπου και να είμαστε, μικροί, μεγάλοι, γονείς, παππούδες και γιαγιάδες μένουμε σπίτι, την ζωή μας ...
-
http://www.youtube.com/watch?v=s22R1TZx2bs
-
3η Ιουνίου 2005 φονεύθηκε σε αυτοκινητικό δυστύχημα η αγαπητή μας Στέλλα, που είχε στοιχεία «κατά Χριστόν σαλότητος», με μια εσωτερική ζωή ...
-
Ο Αγιορείτης προστάτης της πολεμικής μας αεροπορίας! ΘΑΥΜΑΣΙΟ!!! (Ο ερημίτης μοναχός Ιωσήφ) Ο μοναχός Ιωσήφ (κατά κόσμο Χρήστος Μπαϊρακτά...
Οι Άνθρωποι του Θεού.
ANATOLI
Μεταφορτώθηκε από το χρήστη egolpion nauko την 6 Απρ 2008
Κάπου στη βόρεια ρωσία, σ ένα μικρό ορθόδοξο μοναστήρι, εγκαταβιώνει ένας πολύ ασυνήθιστος άνθρωπος. Οι συμμοναστές του προβληματίζονται από την εκκεντρική συμπεριφορά του. Οι προσκυνητές της Σκήτης θεωρούν ότι έχει την δύναμη να θεραπεύει ασθένειες, να εξορκίζει τους δαίμονες και να προβλέπει το μέλλον. Ωστόσο, ο ίδιος θεωρεί τον εαυτό του ανάξιο, λόγω μιας αμαρτίας που διέπραξε στα νιάτα του. Η ταινία είναι μια παραβολή, που συνδυάζει την σοβιετική καθημερινότητα και την ορθόδοξη μοναστική πολιτεία, ακραιφνείς πρεσβευτές αντιστοίχως του αθεϊκού υλισμού και της ένθεης πνευματικότητας. «Είναι μια ταινία για το γεγονός ότι ο Θεός υπάρχει. Προκύπτει μια στιγμή στη ζωή, που στο επίκεντρο βρίσκεται αυτό το σημαντικό ζήτημα. Επιπλέον, προσπαθώ να επεκταθώ σε νέα κινηματογραφικά είδη, στη συγκεκριμένη περίπτωση το είδος της ζωής των αγίων». Πάβελ Λουνγκίν, Σκηνοθέτης Στο internet μπορείς να τη δεις με ελληνικούς υποτίτλους, κάνοντας κλικ στο http://video.google.de/videoplay?docid=-7645380399411010665&q=anatol+wmv&....Νεομάρτυρας Ευγένιος Ραντιόνωφ
Μαρτύρησε στις 23 Μαΐου 1996
Το παρακάτω σύντομο συναξάρι αποτελεί ένα ευλαβικό αφιέρωμα της Ιεράς Μονής μας. Η μετάφραση του ρωσικού κειμένου που λήφθηκε από την ιστοσελίδα: http://www.peoples.ru/state/sacred/rodionov/ εκπονήθηκε από πατέρες της Μονής μας.
Ο Νεομάρτυρας Ευγένιος Ροντιόνωφ γεννήθηκε στις 23 Μαΐου 1977 κοντά στη Μόσχα-και συγκεκριμένα στο χωριό Κουρίλοβο, στην περιοχή της πόλεως Παντόλσκ-. Ήταν το μοναδικό παιδί της οικογένειας και βαπτίστηκε Ορθόδοξος Χριστιανός κατά την παιδική του ηλικία. Η μητέρα του ονομάζεται Λιουμπόβ (=αγάπη) Βασίλιεβνα.
Το 1989 η γιαγιά του πήρε τον μικρό Ευγένιο και τον πήγε στην Εκκλησία, για να εξομολογηθεί για πρώτη φορά και να μεταλάβει των αχράντων μυστηρίων. Ο ιερέας πρόσεξε ότι το παιδί δε φορούσε Σταυρό και κατά τη διάρκεια της εξομολόγησης του φόρεσε ένα Σταυρό, τον οποίο ο μικρός Ευγένιος δεν τον έβγαλε ποτέ από πάνω του· μάλιστα, έφτιαξε ένα χονδρό κορδόνι και τον πέρασε εκεί. Η μητέρα του, όταν είδε ότι φορούσε Σταυρό, τον προέτρεψε να τον βγάλει, διότι, όπως είπε, θα τον περιγελάσουν οι συμμαθητές του. Ο Ευγένιος δεν απάντησε, αλλά και δεν την υπάκουσε.
Όταν τελείωσε τις σπουδές του το 1994, εργάστηκε ως επιπλοποιός, επάγγελμα που του απέφερε πολλά έσοδα.
Στις 25 Ιουνίου του 1995 παρουσιάστηκε στο Στρατό και μετά τη βασική του εκπαίδευση, στις 13 Ιανουαρίου του 1996, τοποθετήθηκε στα συνοριακά φυλάκια Τσετσενίας-Ηγκουερίνας. Ακριβώς ένα μήνα μετά, στις 13 Φεβρουαρίου του 1996, αιχμαλωτίστηκε. Η αιχμαλωσία έγινε ως εξής: η στρατιωτική υπηρεσία έστειλε τέσσερις στρατιώτες-μεταξύ των οποίων και τον Ευγένιο-να κάνουν ελέγχους στα αυτοκίνητα που διέρχονταν από ένα συγκεκριμένο δρόμο. Δυστυχώς, οι αρμόδιοι έστειλαν τους στρατιώτες χωρίς να υπάρχει καμιά προηγούμενη οργάνωση (δεν υπήρχε καν φωτισμός) και καμιά ασφάλεια. Από αυτόν το δρόμο περνούσαν πολύ συχνά Τσετσένοι μεταφέροντας όπλα, αιχμαλώτους και ναρκωτικά. Τη νύχτα εκείνη πέρασε από εκείνο το δρόμο ένα ασθενοφόρο. Όταν οι στρατιώτες το σταμάτησαν για έλεγχο, ξαφνικά μέσα από αυτό πετάχτηκαν πάνω από δέκα Τσετσένοι, πολύ καλά οπλισμένοι. Ακολούθησε συμπλοκή και οι Τσετσένοι συνέλαβαν και τους τέσσερις στρατιώτες. Αυτό έγινε στις 3 τη νύχτα. Στις 4 η ώρα ήρθαν άλλοι στρατιώτες για αλλαγή φρουράς· φυσικά δεν τους βρήκαν και κατάλαβαν αμέσως τι είχε συμβεί. Μετά από λίγες μέρες η υπηρεσία του στρατού ενημέρωσε τους γονείς των στρατιωτών για την εξαφάνισή τους. Η μητέρα του Ευγένιου κατάλαβε ότι δεν πρόκειται για εξαφάνιση, αλλά για αιχμαλωσία, και πήγε με κίνδυνο της ζωής της στην Τσετσενία, για να βρει το παιδί της. Έφτασε στην πόλη Χαγκαλά και μετά από πολλές προσπάθειες ήρθε σε επαφή με τους αρχηγούς διαφόρων αντάρτικων ομάδων της Τσετσενίας προσπαθώντας να μάθει για την τύχη του Ευγένιου, διότι γνώριζε ότι οι Τσετσένοι δε σκοτώνουν αμέσως τους αιχμαλώτους, αλλά περιμένουν μήπως πάρουν λίτρα και τους ελευθερώσουν. Οι ίδιοι οι Τσετσένοι της είπαν ότι ο γιος της ζούσε, αλλά ήταν αιχμάλωτος και σιώπησαν με νόημα προσπαθώντας να υπολογίσουν πόσα χρήματα μπορούσαν να αποσπάσουν από αυτήν. Εκείνον τον καιρό ένας ζωντανός στρατιώτης αιχμάλωτος στοίχιζε 10.000 δολάρια, ενώ ένας αξιωματικός 50.000. Όταν κατάλαβαν ότι δεν πρόκειται να κερδίσουν αρκετά χρήματα, αποφάσισαν να τον σκοτώσουν. Η μητέρα του πήγε παντού για να τον ψάξει, πέρασε από χωριά, από δρόμους με νάρκες, από μέτωπα συγκρούσεων, γνώρισε πολλούς αξιωματικούς Τσετσένους και, όπως η ίδια λέει, «πέρασα από όλους τους κύκλους του άδη».
Από την πρώτη μέρα της αιχμαλωσίας του Ευγένιου, που διήρκησε 100 ημέρες, οι αντάρτες, επειδή είδαν ότι φοράει Σταυρό, προσπάθησαν να τον κάμψουν ψυχικά, ώστε να καταφέρουν-αν ήταν δυνατό-να τον αναγκάσουν να αρνηθεί την πίστη του, να βγάλει το Σταυρό, να γίνει μουσουλμάνος και να τον κάνουν δήμιο και φονιά των άλλων Ρώσων αιχμαλώτων. Ο Ευγένιος, βέβαια, αρνήθηκε όλες τις προτάσεις και, παρά τους συνεχείς ξυλοδαρμούς, τα πάμπολλα βασανιστήρια και τις υποσχέσεις ότι θα ζήσει αν βγάλει το σταυρό του, δεν μπόρεσαν να τον κάμψουν.
Αργότερα, οι ίδιοι οι αρχηγοί των ανταρτών είπαν στη μητέρα του: «εάν ο γιος σου γινόταν σαν ένας από εμάς, δε θα τον αδικούσαμε».
Στις 23 Μαΐου του 1996, δηλαδή την ημέρα των γενεθλίων του, πήραν τους τέσσερις αιχμαλώτους στρατιώτες, μεταξύ των οποίων και τον Ευγένιο, για να τους σκοτώσουν. Πρώτα σκότωσαν τους τρεις συναιχμαλώτους του. Έπειτα, πρότειναν για τελευταία φορά στον Ευγένιο να βγάλει το Σταυρό λέγοντας ότι «ορκιζόμαστε στον αλλάχ ότι θα ζήσεις». Ο Ευγένιος και πάλι αρνήθηκε και τότε υπέστη το φρικτό του μαρτύριο. Τον έσφαξαν με μαχαίρι κόβοντας εντελώς το κεφάλι του, αλλά δεν τόλμησαν να βγάλουν το Σταυρό από το λαιμό του. Τον έθαψαν μεν με το σταυρό, αλλά χωρίς το κεφάλι.
Τελικά, η μητέρα του βρήκε τον Ευγένιο μετά από εννέα μήνες. Και πάλι ζήτησαν οι Τσετσένοι 4000 δολάρια για να της δώσουν το λείψανο. Της έδωσαν και βιντεοκασέτα με το μαρτύριο του γιου της και της διηγήθηκαν οι ίδιοι την πορεία της αιχμαλωσίας του και τα βασανιστήρια.
Η μητέρα του Ευγένιου πούλησε το διαμέρισμά της και ό,τι άλλο μπορούσε-μέχρι και ρούχα-για να μπορέσει, αφενός μεν να δώσει τα λίτρα, αφετέρου δε να ανταπεξέλθει στα έξοδα εκταφής, ειδικού φέρετρου, μεταφοράς κλπ., τα οποία δεν ήταν και λίγα.
Τελικά στις 20 Νοεμβρίου του 1996 μετέφερε το λείψανο στο χωριό τους και το έθαψε στο κοιμητήριο. Μετά από λίγες μέρες ο πατέρας του Ευγένιου πέθανε δίπλα στο μνήμα από τη λύπη του.
Αμέσως, σε διάφορες περιοχές της Ρωσίας ο άγιος μάρτυρας Ευγένιος άρχισε να εμφανίζεται και να κάνει θαύματα. Παρακάτω παραθέτουμε ορισμένες μαρτυρίες και θαυμαστές επεμβάσεις:
Ένα κοριτσάκι που έμενε σε Ορθόδοξο ορφανοτροφείο διηγήθηκε ότι της εμφανίστηκε κάποτε ένας ψηλός στρατιώτης με κόκκινο μανδύα, ο οποίος της είπε ότι είναι ο Ευγένιος, την έπιασε από το χέρι και τη οδήγησε στην Εκκλησία. Το κοριτσάκι λέει: «παραξενεύθηκα που φορούσε κόκκινο μανδύα, διότι οι στρατιώτες δε φορούν σήμερα τέτοιο μανδύα, και σκέφτηκα ότι αυτός πρέπει να είναι ο μανδύας του μάρτυρα».
Σε πολλές Εκκλησίες έχουν δει ένα στρατιώτη με πύρινο μανδύα, ο οποίος βοηθάει τους αιχμαλώτους στην Τσετσενία να δραπετεύσουν από την αιχμαλωσία τους και να διαφύγουν από κάθε κίνδυνο, όπως νάρκες κλπ.
Σε ένα νοσοκομείο τραυματιών πολέμου οι τραυματισμένοι στρατιώτες πιστοποιούν ότι ένας άγιος μάρτυρας Ευγένιος τους βοηθάει, ειδικά όταν πονάνε πολύ. Όταν κάποιοι από αυτούς πήγαν στο Ναό του Σωτήρος στη Μόσχα, είδαν την εικόνα του μάρτυρα και αναγνώρισαν αυτόν που τους βοήθησε.
Το στρατιώτη με τον κόκκινο μανδύα τον γνωρίζουν και οι φυλακισμένοι. Κυρίως βοηθάει τους πολύ καταβεβλημένους και συντετριμμένους ψυχικά λόγω της φυλακίσεως τους.
Το 1997 με ευλογία του Πατριάρχη Αλεξίου εκδόθηκε ένα βιβλίο με τίτλο «Νέος μάρτυς του Χριστού στρατιώτης Ευγένιος». Ένας ιερέας ονόματι Βαντίμ Σκλιαρένσκο από το Ντνεποπετρόφκ έστειλε στο Πατριαρχείο μία αναφορά όπου έγραφε ότι το εξώφυλλο του βιβλίου με τη φωτογραφία του αγίου μυροβλύζει.
Μετά από τρία χρόνια και τρεις μήνες ο αρχηγός και όλη η ομάδα του, οι σφαγείς του Ευγένιου, σκοτώθηκαν από τους ίδιους τους Τσετσένους μετά από εμφύλιες αντιπαραθέσεις.
Καθ' όλη τη διάρκεια του χρόνου, αλλά περισσότερο την ημέρα του Μαρτυρίου του, στις 23 Μαΐου, έρχονται για προσκύνημα στο τάφο του πολλοί πιστοί και αναφέρονται πολλά θαύματα.
Ευγένιος Ρωντιόνωφ - Νεομάρτυς της Ρωσίας |
Αποκεφαλίστηκε το 1996 τη μέρα που γινόταν 19 ετών διότι δεν δέχτηκε να βγάλει τον Σταυρό από τον λαιμό του! (13/3/09) |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου